λεμφατικός

λεμφατικός
η , ό[ν] лимфатический;

λεμφατικά αγγεία — лимфатические сосуды;

λεμφατική κράση — лимфатический тип, лимфатический темперамент


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λεμφατικός" в других словарях:

  • λεμφατικός — λεμφατικός, ή, ό και λυμφατικός, ή, ό καχεκτικός λόγω υπέρμετρης ανάπτυξης του λεμφικού συστήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεμφατικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που οφείλεται σε ανωμαλία τού λεμφικού συστήματος 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λεμφατισμό και παρουσιάζει αδυναμία αντίστασης στις λοιμώξεις 3. φρ. «λεμφατική διάθεση» προδιάθεση ενός οργανισμού για… …   Dictionary of Greek

  • λυμφατικός — ή, ό βλ. λεμφατικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»